- ετεροχρονία
- ηιατρ. η ανάπτυξη ιστού και οργάνων σε χρονική περίοδο (ηλικία) κατά την οποία συνήθως και φυσιολογικώς δεν απαντούν αυτά στον οργανισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterochrony < heterochronous (πρβλ. ετερόχρονος)].
Dictionary of Greek. 2013.